Péril στα ελληνικά
Μετάφραση: péril, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ριψοκινδυνεύω, κίνδυνος, αποτολμώ, διακυβεύω, θέτω εις κίνδυνον
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abaissement στα ελληνικά - εναιώρημα, διάλλειμα, ταπείνωση, περιστολή, αναγωγή, ανακοπή, καταγωγή, ...
- abonné στα ελληνικά - συνδρομητής, αναγνώστης, συνδρομή, συνδρομητή, συνδρομητών, συνδρομητού, του συνδρομητή
- avaricieux στα ελληνικά - τσιγκούνης, φιλάργυρος, παραδόπιστος, αγροίκος, άπληστος, άπληστοι, άπληστους, ...
- barbarisme στα ελληνικά - βαρβαρισμός, βαρβαρότητα, βαρβαρότητας, τη βαρβαρότητα, η βαρβαρότητα
Τυχαίες λέξεις
Péril στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ριψοκινδυνεύω, κίνδυνος, αποτολμώ, διακυβεύω, θέτω εις κίνδυνον
Μεταφράσεις: ριψοκινδυνεύω, κίνδυνος, αποτολμώ, διακυβεύω, θέτω εις κίνδυνον