Pied στα ελληνικά
Μετάφραση: pied, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γλώσσα, στείρα, στάδιο, εργοστάσιο, πόδι, πέλμα, μονοπάτι, ίχνος, ρίζα, βάθρο, φυτό, στέλεχος, φυτεύω, πόδια, μίσχος, ευτελής, τα πόδια, πρόποδες, ποδιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affilent στα ελληνικά - ακονίζω, ξύνω, Ακονίστε, Όξυνση, Ακονίστε τις, Αναπτύξτε τις
- agissons στα ελληνικά - πράξη, πράξης, Act, πράξεως, νόμου περί
- béatifier στα ελληνικά - μακαρίζω
- certifiés στα ελληνικά - Πιστοποιημένοι, Πιστοποιημένα, Πιστοποιημένη, Πιστοποιημένο, Certified
Τυχαίες λέξεις
Pied στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γλώσσα, στείρα, στάδιο, εργοστάσιο, πόδι, πέλμα, μονοπάτι, ίχνος, ρίζα, βάθρο, φυτό, στέλεχος, φυτεύω, πόδια, μίσχος, ευτελής, τα πόδια, πρόποδες, ποδιού
Μεταφράσεις: γλώσσα, στείρα, στάδιο, εργοστάσιο, πόδι, πέλμα, μονοπάτι, ίχνος, ρίζα, βάθρο, φυτό, στέλεχος, φυτεύω, πόδια, μίσχος, ευτελής, τα πόδια, πρόποδες, ποδιού