Entgelt στα ελληνικά
Μετάφραση: entgelt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκέψη, σεβασμός, νοικιάζω, αμοιβή, αμοιβής, αποδοχών, αποδοχές, αμοιβές
Μεταφράσεις
- absolvierend στα ελληνικά - την αποφοίτησή του από, αποφοίτησή του από το, αποφοίτησή του από, που αποφοιτούν από, να βαθμολογήσει από
- apostolisches στα ελληνικά - αποστολικός, αποστολική, αποστολικής, αποστολικό, αποστολικού
- bemessungs-größen στα ελληνικά - Ονομαστική, Βαθμολογήθηκε, Βαθμολογήθηκε με, βαθμολόγηση, βαθμολογίες
- destille στα ελληνικά - ποτοποιείο, οινοπνευματοποιείο, αποστακτήριο, απόσταξης, αποστακτηρίου
Τυχαίες λέξεις
Entgelt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκέψη, σεβασμός, νοικιάζω, αμοιβή, αμοιβής, αποδοχών, αποδοχές, αμοιβές
Μεταφράσεις: σκέψη, σεβασμός, νοικιάζω, αμοιβή, αμοιβής, αποδοχών, αποδοχές, αμοιβές