Indtægt στα ελληνικά
Μετάφραση: indtægt, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολαβή, εισόδημα, έσοδα, εισοδήματος, εσόδων, εισοδημάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- indtil στα ελληνικά - μέχρι, ώσπου, έως, μέχρι το, μέχρι τις, μέχρι και
- indtryk στα ελληνικά - αίσθημα, εντύπωση, αίσθηση, εντύπωση που, εικόνα, εντυπώσεις
- industri στα ελληνικά - βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδου παραγωγής, κλάδο
- indvandring στα ελληνικά - μετανάστευση, μετανάστευσης, τη μετανάστευση, της μετανάστευσης, μεταναστευτική
Τυχαίες λέξεις
Indtægt στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολαβή, εισόδημα, έσοδα, εισοδήματος, εσόδων, εισοδημάτων
Μεταφράσεις: απολαβή, εισόδημα, έσοδα, εισοδήματος, εσόδων, εισοδημάτων