Χρησιμοποιώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: χρησιμοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
користування, користь, користатися, використати, використання
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρησιμοποιώ
χρησιμοποιώ κλίση, χρησιμοποιώ modern greek verbs, χρησιμοποιώ λεξικό, χρησιμοποιώ στα αγγλικά, χρησιμοποιώ αγγλικά, χρησιμοποιώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, χρησιμοποιώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- χρηματομεσίτης στα ουκρανικά - брокер, посередник, маклер, агент, оцінювач, біржовий, біржової, ...
- χρησιμεύω στα ουκρανικά - допомагати, користь, приріст
- χρησιμότητα στα ουκρανικά - користь, невикористання, утиліта
- χροιά στα ουκρανικά - вигляд, вид, аспект, краєвид, колір обличчя, цвіт особи
Τυχαίες λέξεις
Χρησιμοποιώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: користування, користь, користатися, використати, використання
Μεταφράσεις: користування, користь, користатися, використати, використання