Homoseksualism στα ελληνικά
Μετάφραση: homoseksualism, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομοφυλοφιλία, η ομοφυλοφιλία, ομοφυλοφιλίας, την ομοφυλοφιλία, της ομοφυλοφιλίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- homoseksuaalne στα ελληνικά - ομοφυλόφιλος, ομοφυλόφιλων, ομοφυλοφιλική, ομοφυλοφιλικές, ομοφυλόφιλα
- homoseksuaalsus στα ελληνικά - ομοφυλοφιλία, η ομοφυλοφιλία, ομοφυλοφιλίας, την ομοφυλοφιλία, της ομοφυλοφιλίας
- homöopaatia στα ελληνικά - ομοιοπαθητική, ομοιοπαθητικής, η ομοιοπαθητική, την ομοιοπαθητική, της ομοιοπαθητικής
- hooajaline στα ελληνικά - εποχικός, εποχιακός, εποχής, εποχιακή, εποχική, εποχιακά
Τυχαίες λέξεις
Homoseksualism στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομοφυλοφιλία, η ομοφυλοφιλία, ομοφυλοφιλίας, την ομοφυλοφιλία, της ομοφυλοφιλίας
Μεταφράσεις: ομοφυλοφιλία, η ομοφυλοφιλία, ομοφυλοφιλίας, την ομοφυλοφιλία, της ομοφυλοφιλίας