Mägironija στα ελληνικά

Μετάφραση: mägironija, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορειβάτης, Mountaineer, ορειβάτη, ορεσίβιος, αλπινιστής
Mägironija στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mägine στα ελληνικά - ορεινός, λοφώδης, ορεινές, ορεινό, ορεινή, ορεινά
  • mägironimine στα ελληνικά - ορειβασία, ορειβασίας, ορειβατικό, πεζοπορίες στα βουνά, ορειβατικά
  • mägismaa στα ελληνικά - ορεινός, ορεινή χώρα, Highland, ορεινών, ορεινών περιοχών
Τυχαίες λέξεις
Mägironija στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορειβάτης, Mountaineer, ορειβάτη, ορεσίβιος, αλπινιστής