Põhjendus στα ελληνικά
Μετάφραση: põhjendus, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιολογία, αιτιολογία, τεκμηρίωση, αιτιολόγηση, Αιτιολόγηση Η, Αιτιολόγηση Οι, δικαιολόγηση
Μεταφράσεις
- autu στα ελληνικά - ατιμωτικό, επαίσχυντη, ατιμωτική, άτιμος, ατιμωτικές
- immuniseerimine στα ελληνικά - ανοσοποίηση, ανοσοποίησης, την ανοσοποίηση, εμβολιασμού, ανοσοποιήσεως
- jumaldamine στα ελληνικά - λατρεία, λατρείας, τη λατρεία, η λατρεία, της λατρείας
- kalestus στα ελληνικά - λάχανο, Καλέ, Kale, Λαχανίδες, το κατσαρό λάχανο
Τυχαίες λέξεις
Põhjendus στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιολογία, αιτιολογία, τεκμηρίωση, αιτιολόγηση, Αιτιολόγηση Η, Αιτιολόγηση Οι, δικαιολόγηση
Μεταφράσεις: δικαιολογία, αιτιολογία, τεκμηρίωση, αιτιολόγηση, Αιτιολόγηση Η, Αιτιολόγηση Οι, δικαιολόγηση