Štedljiv στα ελληνικά
Μετάφραση: štedljiv, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στενός, λιτός, σφιχτός, οικονόμος, φειδωλοί, οικονόμο, οικονόμοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- korisnik στα ελληνικά - καταναλωτής, παρέα, χρήστης, συμβαλλόμενος, χρήστη, του χρήστη, εγχειρίδιο, ...
- nekadašnju στα ελληνικά - πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
- nogometni στα ελληνικά - ποδόσφαιρο, ποδοσφαίρου, το ποδόσφαιρο, ποδοσφαιρικών, ποδοσφαιρικό
- općenitost στα ελληνικά - γενικότητα, γενικότητας, γενικότητος, γενικού χαρακτήρα, γενικότητά
Τυχαίες λέξεις
Štedljiv στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στενός, λιτός, σφιχτός, οικονόμος, φειδωλοί, οικονόμο, οικονόμοι
Μεταφράσεις: στενός, λιτός, σφιχτός, οικονόμος, φειδωλοί, οικονόμο, οικονόμοι