Besitte στα ελληνικά
Μετάφραση: besitte, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έχω, κατέχω, έχουν, κατέχουν, διαθέτουν, διαθέτει, κατέχει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- berøve στα ελληνικά - αποστερώ, στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από
- beseire στα ελληνικά - κατανικώ, υπερνικώ, καταβάλλω, ήττα, την ήττα, ήττας, αναστολής, ...
- besittelse στα ελληνικά - ιδιοκτησία, κατοχή, κατοχής, της κατοχής, διαθέτει, την κατοχή
- besk στα ελληνικά - δριμύς, πικρός, στυφός, τάρτα, καυστικός, πόρνη, τραχύς, ...
Τυχαίες λέξεις
Besitte στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έχω, κατέχω, έχουν, κατέχουν, διαθέτουν, διαθέτει, κατέχει
Μεταφράσεις: έχω, κατέχω, έχουν, κατέχουν, διαθέτουν, διαθέτει, κατέχει