Evenwicht στα ελληνικά

Μετάφραση: evenwicht, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισοζύγιο, κορμοστασιά, ζυγαριά, ισορροπία, πλάστιγγα, υπόλοιπο, ισορροπίας, ισοζυγίου
Evenwicht στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eventualiteit στα ελληνικά - ενδεχόμενο, το ενδεχόμενο, ενδεχόμενο αυτό, ενδεχομένου
  • eventueel στα ελληνικά - δυνητικός, δυναμικό, δυνητικών, δυνητική, δυνητικούς
  • evenwichtstoestand στα ελληνικά - ισορροπία, ισορροπίας, την ισορροπία, της ισορροπίας, ισοζύγιο
  • evenwijdig στα ελληνικά - παράλληλος, παράλληλο, παράλληλα, παράλληλη, παράλληλες
Τυχαίες λέξεις
Evenwicht στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισοζύγιο, κορμοστασιά, ζυγαριά, ισορροπία, πλάστιγγα, υπόλοιπο, ισορροπίας, ισοζυγίου