Irriteren στα ελληνικά

Μετάφραση: irriteren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκαλώ, διεγείρω, ερεθίσει, ερεθίσουν, ερεθίζουν, ερεθίζει, να ερεθίσουν
Irriteren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ironisch στα ελληνικά - ειρωνικός, ειρωνικό, ειρωνική, ειρωνεία, ειρωνικό το γεγονός
  • irrigatie στα ελληνικά - άρδευση, άρδευσης, αρδευτικών, την άρδευση, αρδευτικά
  • isolatie στα ελληνικά - αποκόλληση, μόνωση, μόνωσης, μονωτικό, μονώσεως, μονωτικά
  • isolator στα ελληνικά - μονωτικό, μονωτής, μονωτήρα, μονωτή, μονωτικό υλικό
Τυχαίες λέξεις
Irriteren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκαλώ, διεγείρω, ερεθίσει, ερεθίσουν, ερεθίζουν, ερεθίζει, να ερεθίσουν