Opvoeding στα ελληνικά
Μετάφραση: opvoeding, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανύψωση, αναπαραγωγή, μόρφωση, τρέφω, εκπαίδευση, εκπαίδευσης, την εκπαίδευση, της εκπαίδευσης, η εκπαίδευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- opvatting στα ελληνικά - αντίληψη, έννοια, ιδέα, σύλληψη, σύλληψης, τη σύλληψη, σχεδιασμό
- opvoeden στα ελληνικά - μεγαλώνω, προπονητής, παράγω, προπονώ, εκπαιδεύω, πούλμαν, αγρόκτημα, ...
- opvoedkundige στα ελληνικά - εκπαιδευτικός, εκπαιδευτικά, εκπαιδευτικό, εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικές
- opvolgen στα ελληνικά - τηρώ, παρατηρώ, παρακολούθηση, παρακολούθησης, συνέχεια, την παρακολούθηση, παρακολουθεί
Τυχαίες λέξεις
Opvoeding στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανύψωση, αναπαραγωγή, μόρφωση, τρέφω, εκπαίδευση, εκπαίδευσης, την εκπαίδευση, της εκπαίδευσης, η εκπαίδευση
Μεταφράσεις: ανύψωση, αναπαραγωγή, μόρφωση, τρέφω, εκπαίδευση, εκπαίδευσης, την εκπαίδευση, της εκπαίδευσης, η εκπαίδευση