Буяти στα ελληνικά
Μετάφραση: буяти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανθώ, κραδαίνω, ακμάζω, ανθίζω, ύψη, ανεβαίνουν, πετάξει στα ύψη, πετούν στα ύψη, να πετάξει στα ύψη
Μεταφράσεις
- бушування στα ελληνικά - μουγκρίζω, bushuvannya
- бушувати στα ελληνικά - τρικυμία, οργή, οργής, την οργή, η οργή, μανία
- бювар στα ελληνικά - θρανίο, γραφείο, Επιφάνεια, εκδρομών, Επιφάνεια εργασίας, Desk
- бюджет στα ελληνικά - προϋπολογισμός, προϋπολογισμού, προϋπολογισμό, του προϋπολογισμού, τον προϋπολογισμό
Τυχαίες λέξεις
Буяти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανθώ, κραδαίνω, ακμάζω, ανθίζω, ύψη, ανεβαίνουν, πετάξει στα ύψη, πετούν στα ύψη, να πετάξει στα ύψη
Μεταφράσεις: ανθώ, κραδαίνω, ακμάζω, ανθίζω, ύψη, ανεβαίνουν, πετάξει στα ύψη, πετούν στα ύψη, να πετάξει στα ύψη