Міцно στα ελληνικά
Μετάφραση: міцно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γρήγορος, γρήγορα, δυνατά, έντονα, σθεναρά, ισχυρά, θερμά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- залізниці στα ελληνικά - σιδηρόδρομος, σιδηροδρόμου, σιδηροδρομικών, σιδηροδρομικός, σιδηρόδρομου
- зледеніння στα ελληνικά - πάγος, γλάσο, κερασάκι, τήξη, άχνη, παγοποίησης
- комплект στα ελληνικά - σουίτα, συμμορία, ακολουθία, σπείρα, συμπλήρωμα, σετ, σύνολο, ...
- маца στα ελληνικά - μεμψίμοιρος, matzo
Τυχαίες λέξεις
Міцно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γρήγορος, γρήγορα, δυνατά, έντονα, σθεναρά, ισχυρά, θερμά
Μεταφράσεις: γρήγορος, γρήγορα, δυνατά, έντονα, σθεναρά, ισχυρά, θερμά