Несправність στα ελληνικά

Μετάφραση: несправність, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πονηριά, αποτυγχάνω, χαιρεκακία, μοχθηρία, δυσλειτουργία, δυσλειτουργίας, βλάβη, βλάβης, δυσλειτουργία του
Несправність στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бентежити στα ελληνικά - διασπώ, αποσπώ, συγχέουν, μπερδεύουν, συγχέουμε, συγχέετε, συγχέει
  • відблиск στα ελληνικά - φεγγίζω, λαμποκοπώ, μαρμαρυγή, λάμπω, αναλαμπή, αστράφτω, αντανάκλαση, ...
  • експансія στα ελληνικά - διαστολή, εξάπλωση, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη
  • кастрований στα ελληνικά - ουδέτερος, ουδέτερο, το ουδέτερο, στείρωσης, επιτέλους στειρώστε
Τυχαίες λέξεις
Несправність στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πονηριά, αποτυγχάνω, χαιρεκακία, μοχθηρία, δυσλειτουργία, δυσλειτουργίας, βλάβη, βλάβης, δυσλειτουργία του