Прийняти στα ελληνικά

Μετάφραση: прийняти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραδέχομαι, εισάγω, υιοθετήσουν, εγκρίνει, να εγκρίνει, υιοθετούν, υιοθετήσει
Прийняти στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • анатом στα ελληνικά - ανατόμος, ανάτομος, anatomist, ανατομιστή, ανατόμου
  • береговий στα ελληνικά - παραθαλάσσιος, παράκτιος, παραλιακός, παράκτιων, παράκτια, παράκτιες
  • жорстокий στα ελληνικά - δριμύς, απάνθρωπος, ανελέητος, κτηνώδης, σκληρός, σέρτικος, αδέξιος, ...
  • кремінь στα ελληνικά - ψηφίο, πυρόλιθος, πυρόλιθο, πυριτόλιθο, υαλώδους μορφής, πυριτόλιθου
Τυχαίες λέξεις
Прийняти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραδέχομαι, εισάγω, υιοθετήσουν, εγκρίνει, να εγκρίνει, υιοθετούν, υιοθετήσει