Хутко στα ελληνικά

Μετάφραση: хутко, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαϊδεύω, γρήγορα, γρήγορη, ταχέως, τη γρήγορη, σύντομα
Хутко στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • архієпископ στα ελληνικά - αρχιεπίσκοπος, αρχιεπισκόπου, αρχιεπίσκοπο, ο Αρχιεπίσκοπος, τον Αρχιεπίσκοπο
  • водяники στα ελληνικά - νερό, ύδωρ, Νερού, Water, Το νερό
  • заспокійливий στα ελληνικά - ταμείο, αποθήκη, καθησυχαστικός, χαλαρωτικό, καταπραϋντική, καταπραϋντικό, καταπραϋντικές
  • лайки στα ελληνικά - Λαϊκά, Κλασικά Λαϊκά, μουσικής Κλασικά Λαϊκά, Laika, λαικά
Τυχαίες λέξεις
Хутко στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαϊδεύω, γρήγορα, γρήγορη, ταχέως, τη γρήγορη, σύντομα