Śnić στα ελληνικά

Μετάφραση: śnić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ονειρεύομαι, όνειρο, ονειρεύονται, το όνειρο, ονειρευόμαστε, ονειρευτείτε
Śnić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cedrowy στα ελληνικά - κέδρος, κέδρου, κέδρο, κέδρους, κέδρων
  • drugoplanowy στα ελληνικά - περιφερειακός, περιφερειακή, περιφερειακών, περιφερική, περιφερικού
  • handlarstwo στα ελληνικά - εμπόριο, επάγγελμα, επιτήδευμα
  • inflacja στα ελληνικά - πληθωρισμός, πληθωρισμού, πληθωρισμό, τον πληθωρισμό, του πληθωρισμού
Τυχαίες λέξεις
Śnić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ονειρεύομαι, όνειρο, ονειρεύονται, το όνειρο, ονειρευόμαστε, ονειρευτείτε