Balować στα ελληνικά

Μετάφραση: balować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρέα, συμβαλλόμενος, χορεύω, εκδρομή, διασκεδάζω, γλέντι, τζάνκετ, πυτιασμένου
Balować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • balotowanie στα ελληνικά - ψηφοφορία, ψηφοδέλτιο, ψηφοφορίας, ψήφο
  • balotować στα ελληνικά - κουκούτσι, ψηφοφορία, ψηφοδέλτιο, ψηφοφορίας, ψήφο
  • balowy στα ελληνικά - μπάλα, σφαίρα, πάσα, αντίπαλων, μπάλας
  • balsam στα ελληνικά - κατευνάζω, βάλσαμο, βάλσαμου, βάλσαμα, το βάλσαμο
Τυχαίες λέξεις
Balować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρέα, συμβαλλόμενος, χορεύω, εκδρομή, διασκεδάζω, γλέντι, τζάνκετ, πυτιασμένου