Certować στα ελληνικά

Μετάφραση: certować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστάτωση, φασαρία, ταραχή
Certować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cerować στα ελληνικά - μαντάρω, μαντάρισμα, καταριέται, darn, καταριέται το, καταριούνται
  • cerowy στα ελληνικά - του, της, των, από
  • certyfikacja στα ελληνικά - πιστοποίηση, πιστοποίησης, την πιστοποίηση, της πιστοποίησης, πιστοποιητικό
  • certyfikat στα ελληνικά - πιστοποιητικό, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
Τυχαίες λέξεις
Certować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστάτωση, φασαρία, ταραχή