Dorzeczność στα ελληνικά

Μετάφραση: dorzeczność, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποτελεσματικότητα, κοινός νους, κοινή λογική, την κοινή λογική, κοινής λογικής, η κοινή λογική
Dorzeczność στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dorywczy στα ελληνικά - ανεπίσημος, ξέγνοιαστος, πρόχειρος, τυχαίος, ανέμελος, περιστασιακή, περιστασιακά, ...
  • dorzecze στα ελληνικά - λεκάνη, λεκάνης, λεκάνης απορροής, λεκάνη της, λεκάνη απορροής
  • dorzeczny στα ελληνικά - λογικός, επαρκής, λογική, λογικό, λογικές, συνετή
  • dorzucać στα ελληνικά - ρίχνω, σχολιάζω, πέταγμα, πετώ, σχόλιο, ρίξει, να ρίξει, ...
Τυχαίες λέξεις
Dorzeczność στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποτελεσματικότητα, κοινός νους, κοινή λογική, την κοινή λογική, κοινής λογικής, η κοινή λογική