Drzewo στα ελληνικά
Μετάφραση: drzewo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξύλο, δέντρο, ξυλεία, δέντρου, δέντρων, δένδρο, δένδρων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- drzewny στα ελληνικά - δασώδης, ξύλο, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο, ξυλεία
- drzeworyt στα ελληνικά - ξυλογραφία, ξυλόγλυπτο, ξυλόγλυπτα, ξυλογραφίας, ξυλόγλυπτη
- drzeworytnictwo στα ελληνικά - ξυλογραφία, την ξυλογραφία
Τυχαίες λέξεις
Drzewo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξύλο, δέντρο, ξυλεία, δέντρου, δέντρων, δένδρο, δένδρων
Μεταφράσεις: ξύλο, δέντρο, ξυλεία, δέντρου, δέντρων, δένδρο, δένδρων