Opieczętować στα ελληνικά
Μετάφραση: opieczętować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βούλα, φώκια, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- archiwistyka στα ελληνικά - αρχειοθέτηση, αρχειοθέτησης, την αρχειοθέτηση, της αρχειοθέτησης, αρχειοθέτηση των
- batuta στα ελληνικά - σκυτάλη, ράβδος, ραβδί, ράβδο, το ραβδί, ράβδου
- błazeństwo στα ελληνικά - ανοησία, σαχλαμάρα
- chemigrafia στα ελληνικά - τσιγκογράφημα
Τυχαίες λέξεις
Opieczętować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βούλα, φώκια, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Μεταφράσεις: βούλα, φώκια, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης