Skłonić στα ελληνικά
Μετάφραση: skłonić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπολογίζω, καθορίζω, επικρατώ, λουρί, υπερισχύω, προσδιορίζω, προκαλώ, αποφασίζω, ηγούμαι, μόλυβδος, έγκαιρη, άμεση, προτροπή, γραμμή, ταχεία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- albumina στα ελληνικά - λευκωματίνη, αλβουμίνη, λευκωματίνης, αλβουμίνης, λεύκωμα
- drożdże στα ελληνικά - ζύμη, ζύμης, ζυμομύκητα, μαγιά, ζυμομυκήτων
- euforbia στα ελληνικά - Euphorbia, εφόρμπια, το Euphorbia, από Euphorbia
- hoży στα ελληνικά - νωπός, ζωντανός, δροσερός, φρέσκος, κόσμιος, κόσμιο, εύχαρη, ...
Τυχαίες λέξεις
Skłonić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπολογίζω, καθορίζω, επικρατώ, λουρί, υπερισχύω, προσδιορίζω, προκαλώ, αποφασίζω, ηγούμαι, μόλυβδος, έγκαιρη, άμεση, προτροπή, γραμμή, ταχεία
Μεταφράσεις: υπολογίζω, καθορίζω, επικρατώ, λουρί, υπερισχύω, προσδιορίζω, προκαλώ, αποφασίζω, ηγούμαι, μόλυβδος, έγκαιρη, άμεση, προτροπή, γραμμή, ταχεία