Uwzględniać στα ελληνικά

Μετάφραση: uwzględniać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκφράζω, αφήνω, αναφορά, επιτρέπω, λογαριασμός, σημασία, ενσωματώνω, συσσωματώνω, ενσαρκώνω, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει, να περιλαμβάνει, να περιλαμβάνουν
Uwzględniać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • absynt στα ελληνικά - αψέντι, το αψέντι, absinthe, αψενθίου, για αψέντι
  • chorobotwórczy στα ελληνικά - παθογόνος, αιτιώδης συνάφεια, αιτιολογικός, συνάφεια, αιτιώδης, αιτιώδη
  • cyniczny στα ελληνικά - κυνικός, κυνική, κυνικό, κυνικοί, κυνικές
  • dziarski στα ελληνικά - ζωηρός, ζωηρό, ζωηρή, ζωηρά, perky
Τυχαίες λέξεις
Uwzględniać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκφράζω, αφήνω, αναφορά, επιτρέπω, λογαριασμός, σημασία, ενσωματώνω, συσσωματώνω, ενσαρκώνω, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει, να περιλαμβάνει, να περιλαμβάνουν