Wyprzedaż στα ελληνικά

Μετάφραση: wyprzedaż, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πώληση, την πώληση, πώλησης, προς πώληση, πωλήσεως
Wyprzedaż στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aparatura στα ελληνικά - εξοπλισμός, συσκευή, συσκευής, συσκευές, συσκευών, διάταξη
  • cappuccino στα ελληνικά - καπουτσίνο, γαλακτωματοποιητή, τον καπουτσίνο
  • gorączkowo στα ελληνικά - μανιωδώς, ξέφρενα, απεγνωσμένα, frantically, μανία
Τυχαίες λέξεις
Wyprzedaż στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πώληση, την πώληση, πώλησης, προς πώληση, πωλήσεως