Wyzwolić στα ελληνικά

Μετάφραση: wyzwolić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολύω, αποδεσμεύω, πυροβολώ, φωτιά, εκκρίνω, δημοσιεύω, κυκλοφορώ, δωρεάν, τσάμπα, απελευθερώνω, πυρκαγιά, αυτεξούσιος, σκανδάλη, ενεργοποίησης, σκανδάλης, έναυσμα, της σκανδάλης
Wyzwolić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autonomicznie στα ελληνικά - αυτόνομα, αυτοτελώς, αυτόνομο, αυτόνομη, τρόπο αυτόνομο
  • grobowy στα ελληνικά - καίριος, τάφος, τύμβος, απαισιόδοξος, μελαγχολικός, ζοφερός, τάφο, ...
  • ikra στα ελληνικά - γεννώ, γεννοβολώ, ταραμάς, αυγοτάραχο, ROE, ζαρκάδια, ζαρκάδι, ...
  • imienny στα ελληνικά - προσωπικός, ονομαστικός, προσωπική, προσωπικών, προσωπικά, προσωπικές
Τυχαίες λέξεις
Wyzwolić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολύω, αποδεσμεύω, πυροβολώ, φωτιά, εκκρίνω, δημοσιεύω, κυκλοφορώ, δωρεάν, τσάμπα, απελευθερώνω, πυρκαγιά, αυτεξούσιος, σκανδάλη, ενεργοποίησης, σκανδάλης, έναυσμα, της σκανδάλης