Znużyć στα ελληνικά

Μετάφραση: znużyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουρασμένος, εξαντλημένος, κουρασμένο, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένα
Znużyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aseptyczny στα ελληνικά - άσηπτη, ασηπτικές, ασηπτική, άσηπτης, άσηπτες
  • ciągliwość στα ελληνικά - ολκιμότητα, πλαστιμότητας, πλαστιμότητα, ελατότητα, ολκιμότητας
  • elektrochemiczny στα ελληνικά - ηλεκτροχημική, ηλεκτροχημικές, ηλεκτροχημικό, ηλεκτροχημικής, ηλεκτροχημικών
  • inny στα ελληνικά - άλλος, νέος, καινούριος, διαφορετικός, άλλα, άλλες, άλλων, ...
Τυχαίες λέξεις
Znużyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουρασμένος, εξαντλημένος, κουρασμένο, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένα