Remo στα ελληνικά

Μετάφραση: remo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όρκος, κουπί, διπλοί, κουπιού, κουπιών, το κουπί
Remo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • remir στα ελληνικά - διασώζω, εξαγοράζω, εξαγορά, αναρρώνω, επανακτώ, έρευνα, γρήγορος, ...
  • remirar στα ελληνικά - υπόδειγμα, παραμένω, παράδειγμα, εξετάζω
  • remontar στα ελληνικά - ησυχαστήριο, οπισθοδρομώ, υποχωρώ, κρησφύγετο, ανακαινίζω, αναδιοργανώσουμε, βελτιώνει, ...
  • remoto στα ελληνικά - απομακρυσμένος, απόμακρος, ψυχρός, απόκεντρος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, ...
Τυχαίες λέξεις
Remo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όρκος, κουπί, διπλοί, κουπιού, κουπιών, το κουπί