Граничащий στα ελληνικά
Μετάφραση: граничащий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλανός, παρακείμενα, διπλανό, όμορες, παρακείμενων, παρακείμενες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гранить στα ελληνικά - κόψιμο, κόβω, κοπή, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής
- граница στα ελληνικά - γραμμή, σύνορο, όριο, τσιγκουνεύομαι, επενδύω, βαθμός, δεμένος, ...
- граничить στα ελληνικά - γειτονεύω, σύνορο, εφάπτομαι, δεμένος, συνορεύω, μεθόριος, ρέλι, ...
- граничный στα ελληνικά - ύψιστος, περιθωριακός, ακραίος, μέγιστος, σύνορο, όριο, όρια, ...
Τυχαίες λέξεις
Граничащий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλανός, παρακείμενα, διπλανό, όμορες, παρακείμενων, παρακείμενες
Μεταφράσεις: διπλανός, παρακείμενα, διπλανό, όμορες, παρακείμενων, παρακείμενες