Жалостливый στα ελληνικά
Μετάφραση: жалостливый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικτρός, πονόψυχος, αξιολύπητος, σπλαχνικός, φιλεύσπλαχνος, παρηγορητικής, παρηγορητική, συμπονετικός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- жаловать στα ελληνικά - παραχωρώ, παραδίνω, δώρο, υποτροφία, παρέχω, δίνω, χορηγώ, ...
- жаловаться στα ελληνικά - κλοτσώ, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, μουγκρητό, στενάζω, μεμψιμοιρώ, μουγκρίζω, ...
- жалостный στα ελληνικά - αξιολύπητος, οικτρός, αξιολύπητη, αξιολύπητο, θλιβερό, παθητική
- жалость στα ελληνικά - κρίμα, μετανιώνω, οίκτος, συμπάθεια, τύψη, συμπόνια, απήγανος, ...
Τυχαίες λέξεις
Жалостливый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικτρός, πονόψυχος, αξιολύπητος, σπλαχνικός, φιλεύσπλαχνος, παρηγορητικής, παρηγορητική, συμπονετικός
Μεταφράσεις: οικτρός, πονόψυχος, αξιολύπητος, σπλαχνικός, φιλεύσπλαχνος, παρηγορητικής, παρηγορητική, συμπονετικός