Забавлять στα ελληνικά
Μετάφραση: забавлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασκεδάζω, φιλοξενώ, ψυχαγωγώ, παρεκτρέπω, διασκεδάζουν, Amuse, διασκεδάσουν, να διασκεδάσουν
Μεταφράσεις
- заатлантический στα ελληνικά - υπερατλαντικός, διατλαντική, διατλαντικής, διατλαντικές, υπερατλαντικές, διατλαντικών
- забава στα ελληνικά - απασχόληση, παίζω, πλάκα, κέφι, χόμπι, έργο, παιχνίδι, ...
- забавляться στα ελληνικά - παριστάνω, έργο, διασκεδάζω, κορυδαλλός, παίζω, ψυχαγωγώ, παιχνίδι, ...
- забавник στα ελληνικά - διασκεδαστικός, διασκεδαστικό, διασκεδαστική, διασκεδαστικά, διασκεδάζοντας
Τυχαίες λέξεις
Забавлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασκεδάζω, φιλοξενώ, ψυχαγωγώ, παρεκτρέπω, διασκεδάζουν, Amuse, διασκεδάσουν, να διασκεδάσουν
Μεταφράσεις: διασκεδάζω, φιλοξενώ, ψυχαγωγώ, παρεκτρέπω, διασκεδάζουν, Amuse, διασκεδάσουν, να διασκεδάσουν