Лакировать στα ελληνικά
Μετάφραση: лакировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σμάλτο, αδαμαντίνη, λουσάρω, εμαγιέ, καλλωπίζω, βερνικώνω, βερνίκι, βερνικιού, βερνίκια, βερνικιών, το βερνίκι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- багажник στα ελληνικά - μπαούλο, σεντούκι, μπότα, προβοσκίδα, φορέας, αποσκευές, κορμός, ...
- винчестер στα ελληνικά - Winchester, Γουίντσεστερ, του Winchester, το Winchester, στέκι
- единоженство στα ελληνικά - edinozhenstvo
- жадно στα ελληνικά - άπληστα, λαίμαργα, greedily, απληστία, αχόρταγα
Τυχαίες λέξεις
Лакировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σμάλτο, αδαμαντίνη, λουσάρω, εμαγιέ, καλλωπίζω, βερνικώνω, βερνίκι, βερνικιού, βερνίκια, βερνικιών, το βερνίκι
Μεταφράσεις: σμάλτο, αδαμαντίνη, λουσάρω, εμαγιέ, καλλωπίζω, βερνικώνω, βερνίκι, βερνικιού, βερνίκια, βερνικιών, το βερνίκι