Малевать στα ελληνικά
Μετάφραση: малевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διατυπώνω, επισύρω, βάφω, τραβώ, εικόνα, απεικονίζω, σκιαγράφηση, ζωγραφίζω, έλκω, επιχρίω, πασαλείφω, πασαλείβω, ανεπίχριστοι, daub
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- биометрия στα ελληνικά - βιομετρικά στοιχεία, βιομετρία, βιομετρίας, βιομετρικών στοιχείων, τη χρήση βιομετρικών στοιχείων
- верхний στα ελληνικά - άνω, κορυφή, ανώτερος, πάνω, επάνω, κορυφαία, top
- вставание στα ελληνικά - εξέγερση, αυξανόμενες, αυξανόμενη, αυξάνεται, άνοδο, αυξάνονται
Τυχαίες λέξεις
Малевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διατυπώνω, επισύρω, βάφω, τραβώ, εικόνα, απεικονίζω, σκιαγράφηση, ζωγραφίζω, έλκω, επιχρίω, πασαλείφω, πασαλείβω, ανεπίχριστοι, daub
Μεταφράσεις: διατυπώνω, επισύρω, βάφω, τραβώ, εικόνα, απεικονίζω, σκιαγράφηση, ζωγραφίζω, έλκω, επιχρίω, πασαλείφω, πασαλείβω, ανεπίχριστοι, daub