Обрамление στα ελληνικά
Μετάφραση: обрамление, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δομή, σώμα, πλαισίωση, διάρθρωση, πλαισιώνω, σκελετός, πλαίσιο, διαμόρφωση, χάραξη, διαμόρφωσης, πλαισίωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бункеровка στα ελληνικά - ανεφοδιασμού καυσίμων, ανεφοδιασμού, ανεφοδιασμός σε καύσιμα, ανεφοδιασμού σε καύσιμα, ανεφοδιασού καυσίων
- детсад στα ελληνικά - νηπιαγωγείο, νηπιαγωγείου, παιδικό σταθμό, το νηπιαγωγείο, νηπιαγωγεία
- доскональность στα ελληνικά - επιμέλεια, ακρίβεια, πληρότητα, την πληρότητα, διεξοδικότητα
- дублировать στα ελληνικά - διπλότυπο, αντίγραφο, εις διπλούν, διπλούν, επαναλάβει
Τυχαίες λέξεις
Обрамление στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δομή, σώμα, πλαισίωση, διάρθρωση, πλαισιώνω, σκελετός, πλαίσιο, διαμόρφωση, χάραξη, διαμόρφωσης, πλαισίωσης
Μεταφράσεις: δομή, σώμα, πλαισίωση, διάρθρωση, πλαισιώνω, σκελετός, πλαίσιο, διαμόρφωση, χάραξη, διαμόρφωσης, πλαισίωσης