Отламывать στα ελληνικά

Μετάφραση: отламывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλειμμα, διάλλειμα, αντεπίθεση, σπάζω, ξεβιδώστε, συστροφής, αφαιρέστε με περιστροφή το, περιστροφή το
Отламывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • австрийский στα ελληνικά - αυστριακός, αυστριακή, αυστριακές, αυστριακό, αυστριακής
  • афганистан στα ελληνικά - Αφγανιστάν, το Αφγανιστάν, του Αφγανιστάν, στο Αφγανιστάν
  • благозвучие στα ελληνικά - ευφωνία, ευφωνίας
  • завалиться στα ελληνικά - νεροχύτης, βυθίζω, πέφτω, βυθίζομαι, εκπίπτω, θρυμματίζω, ναυαγώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Отламывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλειμμα, διάλλειμα, αντεπίθεση, σπάζω, ξεβιδώστε, συστροφής, αφαιρέστε με περιστροφή το, περιστροφή το