Отнекиваться στα ελληνικά

Μετάφραση: отнекиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαρασμός, παραιτούμαι, κλίνω, αποκηρύσσω, υποχωρώ, εγκαταλείπω, αποποιούμαι, ξεπεσμός, διαμαρτυρία, διαμαρτυρίες, αποσύρομαι, διαμαρτύρομαι, αρνούμαι, αρνηθεί, αμφισβητεί, αρνούνται, αρνείται
Отнекиваться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аллегорический στα ελληνικά - παραστατικός, αλληγορικός, αλληγορική, αλληγορικό, αλληγορικά, αλληγορικές
  • бандероль στα ελληνικά - κάλυμμα, ταχυδρομικών δεμάτων, των ταχυδρομικών δεμάτων, ταχυδρομικά δέματα, τα ταχυδρομικά δέματα, δεμάτων για την
  • буртик στα ελληνικά - ώμος, σπάλα, ώμο, ώμου, τον ώμο, ώμων
  • доводить στα ελληνικά - διαφωνώ, αιτία, παφλάζω, γόνατα, διαπληκτίζομαι, λόγος, αιτιολογία, ...
Τυχαίες λέξεις
Отнекиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαρασμός, παραιτούμαι, κλίνω, αποκηρύσσω, υποχωρώ, εγκαταλείπω, αποποιούμαι, ξεπεσμός, διαμαρτυρία, διαμαρτυρίες, αποσύρομαι, διαμαρτύρομαι, αρνούμαι, αρνηθεί, αμφισβητεί, αρνούνται, αρνείται