Посодействовать στα ελληνικά

Μετάφραση: посодействовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτιάχνω, κατασκευάζω, κάνω, διευκολύνω, βοηθώ, προάγω, προωθώ, εξαναγκάζω, βοηθήσει, βοηθούν, να βοηθήσει, συνδράμει, βοηθήσουν
Посодействовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • адвентист στα ελληνικά - χιλιαστής, αντβεντιστικό, αντβεντιστική, Adventist, Αντβεντιστών
  • амбулаторный στα ελληνικά - περιπατητικός, εξωτερικά ιατρεία, στα εξωτερικά ιατρεία, εξωτερικών ασθενών, εξωτερικής παραμονής, εξωτερικούς ασθενείς
  • елозить στα ελληνικά - μπουσουλάω, σύρομαι, σύρσιμο, σέρνομαι, ανίχνευσης, crawl, ανίχνευση, ...
  • завещать στα ελληνικά - απαντώ, υπογράφω, θυμάμαι, πίνακας, παρατάω, κανονίζω, προικίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Посодействовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτιάχνω, κατασκευάζω, κάνω, διευκολύνω, βοηθώ, προάγω, προωθώ, εξαναγκάζω, βοηθήσει, βοηθούν, να βοηθήσει, συνδράμει, βοηθήσουν