Проноситься στα ελληνικά
Μετάφραση: проноситься, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυκλοφορώ, πέρασμα, μύγα, στενά, περνώ, πετώ, γλίστρημα, ολίσθημα, κουπόνι, ολίσθησης, ολίσθηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авторство στα ελληνικά - πατρότητα, συγγραφή, του συντάκτη, πατρότητας, συντάκτη του, συντάκτη του εγγράφου
- верблюжонок στα ελληνικά - πουλάρι, Colt, το πουλάρι, η Colt, την Colt
- веротерпимость στα ελληνικά - ανεκτικότητα, ανοχή, την ανοχή, η ανοχή, ανοχή έναντι
- детектив στα ελληνικά - ντετέκτιβ, αστυνομικό, αστυνομικών, ντέντεκτιβ, αστυνομικός
Τυχαίες λέξεις
Проноситься στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυκλοφορώ, πέρασμα, μύγα, στενά, περνώ, πετώ, γλίστρημα, ολίσθημα, κουπόνι, ολίσθησης, ολίσθηση
Μεταφράσεις: κυκλοφορώ, πέρασμα, μύγα, στενά, περνώ, πετώ, γλίστρημα, ολίσθημα, κουπόνι, ολίσθησης, ολίσθηση