Сдержаться στα ελληνικά
Μετάφραση: сдержаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναχαιτίζω, εξουσιάζω, έλεγχος, συγκρατήσει, εμπόδιζαν, παρεμπόδιζαν, κρατήσει πίσω, να εμποδίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виктор στα ελληνικά - νικητής, Victor, Βίκτωρ, Ο Victor, τον Victor
- выменивать στα ελληνικά - αντιπραγματισμού, αντιπραγματισμός, ανταλλαγή, ανταλλαγής, αντισταθμιστικό
- вырождение στα ελληνικά - εκφύλιση, εκφυλισμός, εκφυλισμό, εκφυλισμού, κηλίδας
- дешифратор στα ελληνικά - αποκωδικοποιητή, αποκωδικοποιητής, αποκωδικοποίησης, του αποκωδικοποιητή, τον αποκωδικοποιητή
Τυχαίες λέξεις
Сдержаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναχαιτίζω, εξουσιάζω, έλεγχος, συγκρατήσει, εμπόδιζαν, παρεμπόδιζαν, κρατήσει πίσω, να εμποδίσουν
Μεταφράσεις: αναχαιτίζω, εξουσιάζω, έλεγχος, συγκρατήσει, εμπόδιζαν, παρεμπόδιζαν, κρατήσει πίσω, να εμποδίσουν