Солить στα ελληνικά
Μετάφραση: солить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τουρσί, καλαμπόκι, μαρινάτα, αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- азербайджан στα ελληνικά - Αζερμπαϊτζάν, το Αζερμπαϊτζάν, του Αζερμπαϊτζάν
- бесперебойный στα ελληνικά - διαρκής, λείος, ομαλός, τακτικός, ομαλή, λεία, ομαλής, ...
- вайда στα ελληνικά - κραγιόνι, ξύλο, ισάτις, φυτό από το οποίο παράγεται κυανή βαφή
- дополнять στα ελληνικά - συμπλήρωμα, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω, ολόκληρος, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, ...
Τυχαίες λέξεις
Солить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τουρσί, καλαμπόκι, μαρινάτα, αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων
Μεταφράσεις: τουρσί, καλαμπόκι, μαρινάτα, αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων