Удваиваться στα ελληνικά
Μετάφραση: удваиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλασιάζω, σωσίας, διπλός, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адсорбировать στα ελληνικά - προσροφά, προσροφούν, προσροφήσουν, προσροφώνται, προσροφηθεί
- вспугнуть στα ελληνικά - αρχή, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκίνημα, φοβίσει, τρομάξει, φοβίζει, ...
- дисковод στα ελληνικά - οδηγώ, αυτοκίνητο, δίσκο, δίσκου, κίνησης, μονάδα
- жарынь στα ελληνικά - zharyn
Τυχαίες λέξεις
Удваиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλασιάζω, σωσίας, διπλός, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
Μεταφράσεις: διπλασιάζω, σωσίας, διπλός, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού