Удерживание στα ελληνικά
Μετάφραση: удерживание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μισθός, παρακράτηση, συντήρηση, κράτηση, διατήρηση, κατακράτησης, διατήρησης, κατακράτηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- астматик στα ελληνικά - ασθματικός, ασθματικών, ασθματική, ασθματικά, ασθματικούς
- ветреный στα ελληνικά - επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος, ανεμώδης, θορυβώδης, αέρα ή κακή ορατότητα, θυελλώδεις, θυελλώδη, ...
- гидрид στα ελληνικά - υδρογονούχο, υδρίδιο, υδριδίου, υδρίδιο του, υδριδίου του
- жижица στα ελληνικά - zhizhitsa
Τυχαίες λέξεις
Удерживание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μισθός, παρακράτηση, συντήρηση, κράτηση, διατήρηση, κατακράτησης, διατήρησης, κατακράτηση
Μεταφράσεις: μισθός, παρακράτηση, συντήρηση, κράτηση, διατήρηση, κατακράτησης, διατήρησης, κατακράτηση