Чахотка στα ελληνικά

Μετάφραση: чахотка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φθίση, κατανάλωση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Чахотка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • внеаудиторный στα ελληνικά - μισής ημέρας, μισής ημέρας άδειας την, μισής ημέρας άδειας
  • вспугнуть στα ελληνικά - αρχή, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκίνημα, φοβίσει, τρομάξει, φοβίζει, ...
  • выхватить στα ελληνικά - αρπάζω, μαστίγιο, μαστίγιο έξω, κτυπήσετε έξω, πάρετε τη, επιδείξουμε την
  • дегенеративность στα ελληνικά - εκφύλιση, εκφυλισμό, εκφυλισμού, εκφυλισμός, του εκφυλισμού, τον εκφυλισμό
Τυχαίες λέξεις
Чахотка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φθίση, κατανάλωση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από