Шпарить στα ελληνικά
Μετάφραση: шпарить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζεματίζω, κάνω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аризона στα ελληνικά - Αριζόνα, arizona, της Αριζόνα, την Αριζόνα, Αριζόνας
- безропотно στα ελληνικά - παθητικά, καρτερικά, αποδεκτές καρτερικά
- выбоина στα ελληνικά - τρύπα, λακκούβα, βάραθρο, λακκούβες, λακκούβας, pothole
- голосовать στα ελληνικά - εμφαίνω, παράσταση, δείχνω, ψηφίζω, ψήφος, ψηφοφορία, ψηφοφορίας, ...
Τυχαίες λέξεις
Шпарить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζεματίζω, κάνω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της
Μεταφράσεις: ζεματίζω, κάνω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της