Vajíčko στα ελληνικά
Μετάφραση: vajíčko, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυγό, αυγών, αυγού, των αυγών, ωάριο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- vajce στα ελληνικά - αυγό, αυγών, αυγού, των αυγών, ωάριο
- vaječník στα ελληνικά - ωάριο, ωοθήκη, ωοθηκών, ωοθήκης, ωοθήκες, των ωοθηκών
- vak στα ελληνικά - γιατί, μολονότι, αλλά, όμως, τσάντα, σακούλα, σάκο, ...
- vakcína στα ελληνικά - εμβόλιο, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο
Τυχαίες λέξεις
Vajíčko στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυγό, αυγών, αυγού, των αυγών, ωάριο
Μεταφράσεις: αυγό, αυγών, αυγού, των αυγών, ωάριο