Okunnighet στα ελληνικά

Μετάφραση: okunnighet, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άγνοια, αμάθεια, άγνοιας, την άγνοια, η άγνοια, άγνοιά
Okunnighet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • oklar στα ελληνικά - αδιαφανής, ακαθόριστος, αμυδρός, συννεφιασμένος, ασαφής, ασαφές, ασαφείς, ...
  • okunnig στα ελληνικά - αγράμματος, αγνοών, αμαθής, άγνοια, αδαείς, ανίδεοι, αδαής
  • okänslig στα ελληνικά - αναίσθητος, αδρανείς, ευαίσθητο, μη ευαίσθητες, μη ευαίσθητη
  • oligarki στα ελληνικά - ολιγαρχία, ολιγαρχίας, Η ολιγαρχία, της Ολιγαρχίας, την Ολιγαρχία
Τυχαίες λέξεις
Okunnighet στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άγνοια, αμάθεια, άγνοιας, την άγνοια, η άγνοια, άγνοιά