Sätt στα ελληνικά

Μετάφραση: sätt, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στύλος, ύφος, τρόπος, μέσον, μέσο, τρόπο, τον τρόπο, δρόμο, τρόπος για
Sätt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • säsong στα ελληνικά - περίοδος, νοστιμίζω, περίοδο, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
  • säte στα ελληνικά - κάθισμα, κατοικία, καθίζω, έδρα, καθίσματος, θέση, έδρας
  • sätta στα ελληνικά - καθορισμένος, τόπος, μέρος, τοποθετώ, βάζω, που, τεθεί, ...
  • så στα ελληνικά - ενσπείρω, έτσι, σπέρνω, τόσος, τέτοιος, τόσο, ώστε, ...
Τυχαίες λέξεις
Sätt στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στύλος, ύφος, τρόπος, μέσον, μέσο, τρόπο, τον τρόπο, δρόμο, τρόπος για