Publikum στα ελληνικά

Μετάφραση: publikum, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό, ακροατηρίου
Publikum στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezmocnost στα ελληνικά - ανικανότητα, αδυναμίας, ανικανότητας, απελπισίας, της αδυναμίας
  • nakupit στα ελληνικά - στοιβάδα, αποθησαυρίζω, κοπάδι, περισυλλέγω, αγέλη, μαζεύομαι, συσσωμάτωμα, ...
  • oblek στα ελληνικά - βολεύω, αρμόζω, φόρεμα, κοστούμι, ντύνω, ντύνομαι, εξοπλισμός, ...
  • obětování στα ελληνικά - θυσία, θυσιάζω, εξαπάτηση, θυματοποίηση, θυματοποίησης, αντιποίνων, τη θυματοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Publikum στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό, ακροατηρίου